Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

123.... 6, 7, 8....

Μετά από πρόσκληση του love & poison (η οποία ήρθε στην καλύτερη στιγμή, καθώς βρισκόμουν στο απόλυτο αδιέξοδο σχετικά με το ποια θα είναι η επόμενη μου ανάρτηση!!!), πρέπει να γράψω από τη σελίδα 123 του πρώτου βιβλίου που θα βρω μπροστά μου (οκ.. μπορεί να ήταν και το δεύτερο) την 6η, την 7η και την 8η περίοδο...

...."Εκατό χρόνια μοναξιάς", Gabriel Garcia Marquez, σελίδα 123...

"Είναι αρκετά ηλίθιοι για να τον εκτελέσουν εδώ", είπε.
Ήταν τόσο σίγουρη ώστε είχε προβλέψει τον τρόπο με τον οποίο θ' άνοιγε την πόρτα για να τον αποχαιρετήσει κουνώντας του το χέρι.
"Δεν θα τον περάσουν από τους δρόμους", επέμενε ο Χοσέ Αρκάδιο, "με έξι φοβισμένους στρατιώτες και ξέροντας ότι ο κόσμος είναι έτοιμος για τα πάντα".


Σειρά έχουν η nathalie, ο ονειροφερμένος, η baby lemonade, το πνεύμα, η ονειροπαρμένη και όποιος άλλος θέλει..

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Some friends from Brazil!! (part 2)



Η Βραζιλία έγινε πλέον μόνιμο καταφύγιο στα ταξίδια διαφυγής από την πραγματικότητα. Και πότε δεν ήταν δηλαδή!! Να μερικοί φίλοι από το τελευταίο μου "ταξίδι" εκεί! Πρόσωπα γελαστά ή θλιμμένα, με χαμόγελα ή δάκρυα, πονηρά και μαζί αθώα, όλα ίδια, κάτω από τον ίδιο λαμπρό ήλιο.


Update: Ξέχασα να σας συστήσω τις Βραζιλιάνες φίλες μου!! Love & poison, μετά από πολλές παρακλήσεις η επιθυμία σου έγινε πραγματικότητα!! Θύμισε μου όταν πάμε Βραζιλία να σου τις γνωρίσω!!

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008


Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα-- ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

Οδυσσέας Ελύτης, Μονόγραμμα

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Τα μυστικά του παρελθόντος....


Μυστικά του παρελθόντος, καταχωνιασμένα στο σεντούκι της λήθης,
έρχονται σήμερα και με ξυπνάνε.
Μα πώς γίνεται να βγήκαν από εκεί; Αφού τα είχα κλειδώσει.
Τα είχα κρύψει, τα είχα διαγράψει, τα είχα ξεχάσει. Τα είχα ξεχάσει;
Μόνο που αυτά δεν με ξέχασαν από τότε.
Και να τα πάλι, ολοζώντανα μπροστά μου, τα μυστικά του παρελθόντος,
ζητάνε εξηγήσεις για τη μακρόχρονη απομόνωση τους.

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

"Το φως του ήλιου...."


"....Θαρρώ πως πάτησα το πόδι μου στη γη
μια ακτίνα του ήλιου ακολουθώ,
τώρα σιωπή ανοίγω τα μάτια
κι έτσι τελειώνουν όλα
καθώς το φως του ήλιου.....
...το φως του ήλιου με ξυπνά...."


Σήμερα μετά από πολύ καιρό παρατήρησα ξανά πόσο φωτεινό είναι το φως του ήλιου.
Πόσο όμορφα μοιάζουν όλα κάτω από την λαμπρότητα του.
Ακόμα και αυτά που χτες μοιάζαν άσχημα.